καταπλήξῃς

καταπλήξῃς
καταπλήσσω
strike down
aor subj act 2nd sg
καταπλήσσω
strike down
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Οβίδιος — (Ovidius Naso, Σουλμόνα 43 π.Χ. – Τόμοι, Μαύρη θάλασσα 17 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Από πολύ νέος είχε εκπληκτική ευκολία στη στιχουργία, την οποία εκτίμησαν πολύ στη Ρώμη οι μεγαλύτεροι ποιητές της εποχής, που ήταν φίλοι του. Την κοσμική ζωή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”